- κριαρίσιος, -ια, -ιο
- αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κριάρι ή αυτός που προέρχεται από το κριάρι: Αγόρασε κριαρίσιο κρέας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.